- ενόπλιος
- ἐνόπλιος, -ον (AM) [ένοπλος]1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.)2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ.β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.)αρχ.1. μετρικός χρόνος που προσαρμόζεται στα πολεμικά μέλη, πολεμικός ρυθμός («ἐμβατήρια μέλη... ἅπερ καὶ ἐνόπλια καλεῑται», Αθήν.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνόπλιονένοπλος αγώνας (για άρματα)3. (το ουδ. ως επίρ.) ἐνόπλιονπολεμικά, με πολεμικό ήχο («ἀσπίδα τύψεν ἀκωκῇ δούρατος, ἡ δ' ἐλέλιξεν ἐνόπλιον» — χτύπησε την ασπίδα με την αιχμή τού δόρατος, κι αυτή έβγαλε πολεμικό κρότο, Καλλ.).
Dictionary of Greek. 2013.